- εμβρωματίζω
- ἐμβρωματίζω (AM)1. δίνω τροφή, τροφοδοτώ2. (παθ. και μέσ.) τρώω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμβρωματίζω — take a meal pres subj act 1st sg ἐμβρωματίζω take a meal pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρωματιζομένους — ἐμβρωματίζω take a meal pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρωματισθείς — ἐμβρωματίζω take a meal aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρωματίζονται — ἐμβρωματίζω take a meal pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρωματίζων — ἐμβρωματίζω take a meal pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)